Η συντηρητική παράταξη είναι σε θέση να αναιρέσει πλήρως τη μεταπολιτευτική συνθήκη μετά τη σοσιαλιστική ιδεολογική παρένθεση των τελευταίων 30 ετών....
Σε περιόδους κρίσης, κατά τις οποίες καθίσταται σαφής η δυνατότητα αλλαγών στην ιεράρχηση των αξιών, η εξασθένιση των δρώντων υψηλού κύρους ενθαρρύνει την αμφισβήτηση της υφισταμένης κατανομής ή ακόμη και του ορισμού των διακυβευμάτων εντός ενός κοινωνικού συνόλου. Η εξασθένιση αυτή των δρώντων υψηλού κύρους ταυτοχρόνως προκαλεί κατ’ αντιστοιχία την ενεργοποίηση δρώντων χαμηλού κύρους, ανατροφοδοτώντας την περιορισμένη έως τότε φιλοδοξία τους και διευρύνοντας το πεδίο των δυνατοτήτων τους.
Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, δρων υψηλού κύρους και κάτοχος της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο ήταν η ευρύτερη Αριστερά/Κεντροαριστερά, η οποία διέθετε ως προνομιακό πεδίο κυριαρχίας τόσο την πολιτική κοινοβουλευτική σφαίρα όσο και τον Τύπο, καθώς επίσης και τα πανεπιστήμια. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η μεταπολιτευτική συνθήκη έχει μεταβληθεί σε σημαντικό, αν και όχι σε ολοκληρωτικό βαθμό. Σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης η τριμερής Αριστερά πλέον εξισορροπείται από δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της λαϊκιστικής Δεξιάς, ενώ το κυρίαρχο κεντροδεξιό κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, έχει κατακτήσει αφενός τον χώρο του Κέντρου, από τον οποίο το ΠαΣοΚ υποχώρησε ραγδαία, αφετέρου το πρόσημο της αποκλειστικής μεταρρυθμιστικής δύναμης.
Το Διαδίκτυο και οι ανακατατάξεις στον Τύπο έχουν προκαλέσει υποχώρηση της κυρίαρχης ιδεολογικής αναφοράς της Μεταπολίτευσης, ενώ στα πανεπιστήμια παρατηρείται απαρχή φιλελευθεροποίησης και υπέρβασης των προηγούμενων δεκαετιών. Το σημαντικότερο, όμως, σημείο της ιδεολογικής μεταβολής συνίσταται στην οριστική αποσύνδεση του κεντροαριστερού πολιτικού φάσματος από την έννοια του εκσυγχρονισμού ή της μεταρρύθμισης και στην αποκλειστικότητα της ταύτισης της εννοίας με την Κεντροδεξιά, εξέλιξη η οποία κατεγράφη στο δίλημμα των πρόσφατων εκλογών. Ταυτοχρόνως, η Αριστερά ταυτίζεται πλέον με τις αντιδραστικές συντεχνίες, οι οποίες επιθυμούν τη θεσμική αδράνεια και την ιδεολογική ακινησία.
Κατά συνέπεια, η εξασθένιση των δρώντων οι οποίοι ταυτίζονται με τη μεταπολιτευτική ιδεολογική κυριαρχία είναι εμφανής, όπως εμφανής είναι η ενίσχυση των δρώντων οι οποίοι σχετίζονται με τη νέα ιδεολογική αναφορά, παρ’ όλο που σε ορισμένους τομείς παραμένουν και λειτουργούν ως δρώντες χαμηλού κύρους. Η σχετική αυτή μειονεξία των δρώντων του φιλελεύθερου/συντηρητικού χώρου αντισταθμίζεται αφενός από τη δημιουργία πρωτογενών κινημάτων βάσης – για πρώτη φορά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο – με άξονα το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας των οικιστικών περιοχών και την επίλυση του μεταναστευτικού, αφετέρου από τη διάχυση στη δημόσια σφαίρα της συντηρητικής πολιτικής οπτικής σε θεμελιώδη ζητήματα. Θεματικά πεδία τα οποία έως προσφάτως στον δημόσιο λόγο θεωρούνταν απροσπέλαστα, όπως η οικονομική φιλελευθεροποίηση, το μεταναστευτικό, η συλλογική πολιτισμική ταυτότητα, επανέρχονται στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας. Αυτή τη φορά, όμως, η επαναφορά τους πραγματοποιείται με την προγενέστερη απαλλαγή της κανονιστικής αξίωσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού λόγου.
Η αναθεώρηση της ιεραρχίας των ιδεολογικών αναφορών και η προϊούσα κυριαρχική υποκατάσταση του κομφορμιστικού αριστερού λόγου από έναν σύγχρονο κεντροδεξιό λόγο αποτελούν εκδήλωση της μετατόπισης των κοινωνικών αξιών προς τις ανάγκες του ταραχώδους 21ου αιώνα. Θεμελιώδη ζητήματα αυτής της νέας περιόδου, τα οποία πλέον θα τίθενται στην κορυφή της αξιολογικής ιεραρχίας, είναι η έννοια της οικονομικής μεταρρύθμισης, της δημόσιας ασφάλειας, της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν εκ των πραγμάτων τις νέες κανονιστικές εστιάσεις της ελληνικής κοινωνίας εντός του νεορεαλιστικού 21ου αιώνα και ως εκ τούτου ευνοούν την πολιτική κυριαρχία της ρεαλιστικής Κεντροδεξιάς σε σχέση με την ουτοπική Αριστερά. Ο συνδυασμός της συντηρητικής (conservative) οπτικής στα κοινωνικά/πολιτισμικά θέματα και της φιλελεύθερης θέσης στην οικονομία είναι δυνατόν να προσδώσει σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα στην Παράταξη.
Η ελληνική συντηρητική παράταξη, εφαρμόζοντας μια ριζοσπαστικά φιλελεύθερη και αντικρατικιστική πολιτική σε θέματα οικονομίας και μια μυώδη πολιτική σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, δημόσιας τάξης και συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, είναι σε θέση να αναιρέσει πλήρως τη μεταπολιτευτική συνθήκη και να συμβάλει στην αποκατάσταση των θεμελιωδών αξιακών προσανατολισμών της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά τη σοσιαλιστική ιδεολογική παρένθεση των τελευταίων 30 ετών.
To κείμενο είναι του Ιωάννη Κωτούλα ιστορικού, δρ Φ., συγγραφέα της μελέτης «Μετανάστευση και κυρίαρχη κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα» (εκδ. Παπαζήση, 2011) και τυο διάβασα στο ΜΠΛΕ ΜΗΛΟ
Σε περιόδους κρίσης, κατά τις οποίες καθίσταται σαφής η δυνατότητα αλλαγών στην ιεράρχηση των αξιών, η εξασθένιση των δρώντων υψηλού κύρους ενθαρρύνει την αμφισβήτηση της υφισταμένης κατανομής ή ακόμη και του ορισμού των διακυβευμάτων εντός ενός κοινωνικού συνόλου. Η εξασθένιση αυτή των δρώντων υψηλού κύρους ταυτοχρόνως προκαλεί κατ’ αντιστοιχία την ενεργοποίηση δρώντων χαμηλού κύρους, ανατροφοδοτώντας την περιορισμένη έως τότε φιλοδοξία τους και διευρύνοντας το πεδίο των δυνατοτήτων τους.
Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, δρων υψηλού κύρους και κάτοχος της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο ήταν η ευρύτερη Αριστερά/Κεντροαριστερά, η οποία διέθετε ως προνομιακό πεδίο κυριαρχίας τόσο την πολιτική κοινοβουλευτική σφαίρα όσο και τον Τύπο, καθώς επίσης και τα πανεπιστήμια. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η μεταπολιτευτική συνθήκη έχει μεταβληθεί σε σημαντικό, αν και όχι σε ολοκληρωτικό βαθμό. Σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης η τριμερής Αριστερά πλέον εξισορροπείται από δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της λαϊκιστικής Δεξιάς, ενώ το κυρίαρχο κεντροδεξιό κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, έχει κατακτήσει αφενός τον χώρο του Κέντρου, από τον οποίο το ΠαΣοΚ υποχώρησε ραγδαία, αφετέρου το πρόσημο της αποκλειστικής μεταρρυθμιστικής δύναμης.
Το Διαδίκτυο και οι ανακατατάξεις στον Τύπο έχουν προκαλέσει υποχώρηση της κυρίαρχης ιδεολογικής αναφοράς της Μεταπολίτευσης, ενώ στα πανεπιστήμια παρατηρείται απαρχή φιλελευθεροποίησης και υπέρβασης των προηγούμενων δεκαετιών. Το σημαντικότερο, όμως, σημείο της ιδεολογικής μεταβολής συνίσταται στην οριστική αποσύνδεση του κεντροαριστερού πολιτικού φάσματος από την έννοια του εκσυγχρονισμού ή της μεταρρύθμισης και στην αποκλειστικότητα της ταύτισης της εννοίας με την Κεντροδεξιά, εξέλιξη η οποία κατεγράφη στο δίλημμα των πρόσφατων εκλογών. Ταυτοχρόνως, η Αριστερά ταυτίζεται πλέον με τις αντιδραστικές συντεχνίες, οι οποίες επιθυμούν τη θεσμική αδράνεια και την ιδεολογική ακινησία.
Κατά συνέπεια, η εξασθένιση των δρώντων οι οποίοι ταυτίζονται με τη μεταπολιτευτική ιδεολογική κυριαρχία είναι εμφανής, όπως εμφανής είναι η ενίσχυση των δρώντων οι οποίοι σχετίζονται με τη νέα ιδεολογική αναφορά, παρ’ όλο που σε ορισμένους τομείς παραμένουν και λειτουργούν ως δρώντες χαμηλού κύρους. Η σχετική αυτή μειονεξία των δρώντων του φιλελεύθερου/συντηρητικού χώρου αντισταθμίζεται αφενός από τη δημιουργία πρωτογενών κινημάτων βάσης – για πρώτη φορά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο – με άξονα το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας των οικιστικών περιοχών και την επίλυση του μεταναστευτικού, αφετέρου από τη διάχυση στη δημόσια σφαίρα της συντηρητικής πολιτικής οπτικής σε θεμελιώδη ζητήματα. Θεματικά πεδία τα οποία έως προσφάτως στον δημόσιο λόγο θεωρούνταν απροσπέλαστα, όπως η οικονομική φιλελευθεροποίηση, το μεταναστευτικό, η συλλογική πολιτισμική ταυτότητα, επανέρχονται στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας. Αυτή τη φορά, όμως, η επαναφορά τους πραγματοποιείται με την προγενέστερη απαλλαγή της κανονιστικής αξίωσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού λόγου.
Η αναθεώρηση της ιεραρχίας των ιδεολογικών αναφορών και η προϊούσα κυριαρχική υποκατάσταση του κομφορμιστικού αριστερού λόγου από έναν σύγχρονο κεντροδεξιό λόγο αποτελούν εκδήλωση της μετατόπισης των κοινωνικών αξιών προς τις ανάγκες του ταραχώδους 21ου αιώνα. Θεμελιώδη ζητήματα αυτής της νέας περιόδου, τα οποία πλέον θα τίθενται στην κορυφή της αξιολογικής ιεραρχίας, είναι η έννοια της οικονομικής μεταρρύθμισης, της δημόσιας ασφάλειας, της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν εκ των πραγμάτων τις νέες κανονιστικές εστιάσεις της ελληνικής κοινωνίας εντός του νεορεαλιστικού 21ου αιώνα και ως εκ τούτου ευνοούν την πολιτική κυριαρχία της ρεαλιστικής Κεντροδεξιάς σε σχέση με την ουτοπική Αριστερά. Ο συνδυασμός της συντηρητικής (conservative) οπτικής στα κοινωνικά/πολιτισμικά θέματα και της φιλελεύθερης θέσης στην οικονομία είναι δυνατόν να προσδώσει σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα στην Παράταξη.
Η ελληνική συντηρητική παράταξη, εφαρμόζοντας μια ριζοσπαστικά φιλελεύθερη και αντικρατικιστική πολιτική σε θέματα οικονομίας και μια μυώδη πολιτική σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, δημόσιας τάξης και συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, είναι σε θέση να αναιρέσει πλήρως τη μεταπολιτευτική συνθήκη και να συμβάλει στην αποκατάσταση των θεμελιωδών αξιακών προσανατολισμών της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά τη σοσιαλιστική ιδεολογική παρένθεση των τελευταίων 30 ετών.
To κείμενο είναι του Ιωάννη Κωτούλα ιστορικού, δρ Φ., συγγραφέα της μελέτης «Μετανάστευση και κυρίαρχη κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα» (εκδ. Παπαζήση, 2011) και τυο διάβασα στο ΜΠΛΕ ΜΗΛΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου