Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Ο φίλος μου ο Λοξός

Ζηλεύω όσους γνωρίζουν Ελληνικά και ανάμεσα σ΄ αυτούς βάζω και το δάσκαλο του 1 Δ.Σ Ψυχικού, Γιώργο Θεοδοσίου. Ο Γιώργος, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία για "Το Χιούμορ στη Νεολληνική Λογοτεχνία", αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Λοξός σε μόνιμη στήλη στο ΠΟΝΤΙΚΙ

Αυτόν τον καιρό γράφει από το νησί του, την Τήνο...

"♦ Η συμφωνία της καλοκαιρίας με την ανι­σότητα των συναισθημάτων έλαβε χώρα και η προετοιμασία για την αναφορά των περιγε­γραμμένων κοινότοπων διαλόγων της χρονολογιακής σειράς της αποδράσεως σχηματίζε­ται στους καλότοπους διαδρόμους των παρά­κτιων τελειωμάτων.

♦ Πλέουσα στις ανοικτές αμβλείες η ομορ­φιά τείνει να...επισκιάσει την κομπορρημοσύνη του απόλυτου λόγου, πανικόδρομη.

♦ Ραμμένη στον περίβολο της σαγήνης συ­γκεντρώνεται και το μυστήριο της πολύγραμμης εκδοχής των διαθέσεων γράφει τα ορνιθοσκαλίσματα στη στείρα επιφάνεια των στε­γνών από την ασέβεια του ήλιου ασπρισμέ­νων μαντρότοιχων.

♦ Το λευκοντυμένο μαζί με μια γλάστρα να μοιάζει σταυροβελονιά καμωμένη με ρόδινα δάχτυλα με το βασιλικό, τη ρίγανη και το δυ­όσμο να ανεβάζουν τις μυρουδιές στον κλι­μακωτό ανήφορο του σκαρφαλωμένου στην πλαγιά ανεπιτήδευτου εξώστη.

♦ Γυάλινα τα πόδια της μεγαλόσχημης αυτα­πάτης περιορίζουν στο ελάχιστον την όμορφη πνοή της μικρής χρυσόμυγας που αναζητά το νέκταρ ματαίως στις τσαλακωμένες εξοχές των πολύχρωμων λουλουδιών.

♦Έτσι μελιστάλαχτες οι εισαγωγές των πρώτων φθόγγων επισημαίνουν την αρχή της μεγαλύτερης φυγής των κανόνων, φροντίζο­ντας τις αποσκευές τους για τα ολιγόλεπτα ταξίδια τα αγκυροβολημένα στα πλευρά ενός βράχου μισοκαρφωμένου στα στήθια μιας ζωγραφιστής θάλασσας.

♦ Στο σφιχταγκάλιασμα του περιοδικού δια­λείμματος, μεταμφιεσμένη η απόγνωση, κα­ταφεύγει στην ανοιχτωσιά ενός χαμόγελου για να αποκλείσει τη δυσαρέσκεια της αναμνήσεως.

♦ Παμμέγιστος ο γητευτής πρωτομάστορας των εποχών τρομοκρατεί τα χειμωνιάτικα σκουπίδια σφουγγίζοντας τα σημεία της σκό­νης που λέρωσαν τις αποχρώσεις του λιγο­στού κόκκινου που ξεχώριζε στο συνοφρυω­μένο πρόσωπο της κουρδισμένης αναπνοής.

♦ Τεράστια τα αποθέματα της μεγάλης υπο­μονής λεπτομερώς ξεχωρίζουν τα προκείμε­να και τα κλείνουν αεροστεγώς και με απόλυ­τη τάξη στο πλαστικό περιτύλιγμα.

♦ Στα ράφια του ερμαρίου οι υποδοχές γε­μάτες με σχήματα τρεμάμενης σύνθεσης κτί­ζουν το παρελθόν της μνήμης.

♦ Αφιερώματα περασμένα των αισθήσεων στις εντοιχισμένες αποθήκες της ολιγωρίας.

♦ Και η περιορισμένη ορατότητα έκανε μακρινό τον καπνό που έβγαινε από το αγκυρο­βόλιο της μικράς νήσου.

♦ Υγρασία ασύλληπτη να φεύγει και σπα­σμωδικές οι κινήσεις της μικρόπνοης απορί­ας. Πολλά τα ξεβρασμένα απ’ τη νοτιά ξύλινα γλυπτά μισοθαμμένα στα σωθικά της άμμου δίνουν μαζί με τα διάσπαρτα βότσαλα τις λε­πτομέρειες των σημείων.

♦ Βυθισμένο το βλέμμα στους γραμμένους ορισμούς δραπετεύει από τις εξαγγελίες περί σωτηρίας των σωμάτων και των ψυχών ημών και γοητεύεται από το ερχόμενο άγνωστο ενός εποχιακού ψευδολογήματος.

♦ Αστρα και σύννεφα, κλίσεις των πτώσεων αργόσυρτες, ψιχάλες αρμυρισμένες με τη φροντίδα του απέραντου. Φως και μεγάλες φωνές.

♦ Και συγκεντρωμένη στο κατάστρωμα η φι­λαρέσκεια της ανεμελιάς περιπαίζει την ομη­ρία των γραφικών προλόγων.

♦ Και ένας καπνός δικαιολόγημα εύσχημο περιγράφει.

♦ Ενώ ένας βαρύτονος θόρυβος αποσαφηνί­ζει τον αποχαιρετισμό.

♦ Αφήνοντας την εποχή να ταξιδέψει

♦ Εκεί που μπορεί.



Μυογράφημα

Ήταν χρόνια κρεμασμένο στον ουρανό. Έφεγγε κάποιες νύχτες όταν θύμωνε

με το σκοτάδι. Και έφτιαχνε μέρες. Έντυνε με πολύχρωμες κορδέλες τα πρωινά και έκτιζε τις λέξεις μέσα σε πύργους με μάγισσες και νεράιδες. Σκόρπιζε τη φωνή, μάζευε τα μαραμένα λουλούδια, έπιανε τα στεγνά χώματα.

Παιχνίδια πάνω στα σύννεφα μαζί με τη βροχή.

Κι όταν στέρευαν τα τρεχούμενα, γύριζε το πρόσωπο στις φωνές που στέκονταν υγρές, γράφοντας τις σταγόνες πάνω στις ανοιγμένες πληγές.

Και έτρεχε το φως να μαζέψει το μεγάλο ίσκιο απ’ το κόκκινο να φτιάξει την ιστορία, να γονατίσει το επιφώνημα, να λεηλατηθεί το σώμα, να κοπεί η λαλιά.

Και ερχόταν ξανά στο σκοτάδι, έχανε τη ματιά, χαράκωνε το μυαλό, άνοιγε αυλακιές στα χρώματα, έπνιγε την ανάσα, άρπαζε το κόμπιασμα, χώριζε το σχήμα.

Ησυχία.

Ένας διάττοντας θρασύς ακινητοποίησε την επιβλητικότητα του στερεώματος και διαχώρισε τη θέση του από το στερεότυπο.

Στο από κάτω μέρος του δυσνόητου το ερώτημα υποχωρεί και το πασιφανές υποδουλώνει το δυσεπίλυτον του εκφωνήματος.

Μια κουνιστή πολυθρόνα, ένα κορμί αραγμένο να κοιτάζει ψηλά. Κίνηση βαθυστόχαστη, της απορίας γέννημα, μισότρελη περιπλάνηση του συλλογισμού.

Ευλογία της μοναξιάς. Κυριαρχία της φαντασίας.

Στους μελαγχολικούς μαύρους κύκλους των σβησμένων βλεμμάτων.

Των αποσβολωμένων γκρίζων κηλίδων, του εξεικονίσματος, της νοσταλγίας.


Οφθαλμοπλανία

Περιγραφικός μονόλογος

Περιορισμός της εικόνας στον

ορθογώνιο μύθο

Κλαδιά να δίνουν στη θάλασσα

Και το φως να λειαίνει την επιφάνεια

Ψευδαίσθηση μεγαλοπρεπής

Όνειρο και γενική προπαροξύτονη

Μεγαλορρημοσύνη και μοναδικότητα

Στο αντικαθρέφτισμα της γεωγραφίας

Η Επιμέλεια της στιγμής

Ατημέλητη ευτυχία

Το ανοιγμένο ερυθρόχροον

Αγναντεύει στο πέρας

Το σχήμα της αμαρτίας

Στην τονισμένη διευκρίνιση

Της λήγουσας

loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: