Με τον ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ
ΟΠΩΣ παλιά. Στην αυλή, στην ταράτσα, στην παραλία. Πώς θα πάει διακοπές ο συνταξιούχος με την ασυγκράτητη εγγονούλα του, ο μισθωτός, ο (πρώην) ελεύθερος επαγγελματίας τώρα που κόψανε και το επίδομα αδείας;
ΘΑ πάμε! Ο ένας θα φιλοξενεί τον άλλον στο φτωχικό του. Από ένα καζάνι θα τρώμε. Θα κοιμόμαστε όλοι μαζί όπως παλιά, στρωματσάδα! Στην παραλία, στις ταράτσες, στις αυλές. Κομμένες μαχαίρι οι κυριλέ ταβέρνες, δεν είναι για το πορτοφόλι μας, αγάπη μου, τα πανάκριβα ξενοδοχεία· όμορφα, ρομαντικά, κάτω απ' τ' άστρα, όπως παλιά.
ΥΠΕΡΟΧΑ περνούσαμε, τις καλύτερες αναμνήσεις έχουμε. Στρωματσάδα όλα τα παιδιά κάτω απ' τη μουριά, τον πλάτανο, τη βελανιδιά. Παριστάνει πως αποκοιμήθηκε η δεύτερή(;) σου εξαδέλφη. Τρία χρόνια μεγαλύτερη, τον άλλο μήνα κλείνει τα 18, ενώ εσύ δεν είσαι ούτε 15.
ΑΜΟΥΣΤΑΚΟ παιδί, αλλά μαγκάκι από μικρός. Προσπαθείς να ελέγξεις την αναπνοή σου για να μη βαριανασαίνει ο πόθος σου στο τρυφερό της το αυτάκι. Από μόνο του ξεγλιστράει το χέρι σου. Σαν χέλι. Αγγίζει τα καλλίγραμμα πόδια της, χαϊδεύει απαλά το βελούδινο δέρμα της, η λινή κλαρωτή της φούστα υποχωρεί, τα δάχτυλά σου κινούνται αργά, αλλά πλέον πολύ απειλητικά, όλο και πιο ψηλά.
ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ πως αποκοιμήθηκε και γι' αυτό δεν κάνει να σ' εμποδίσει. Τα δάχτυλά σου δροσίζονται απ' την πηγή που ανακάλυψες στην πιο γλυκιά χαράδρα όπου επιδράμεις για πρώτη φορά. Προσπαθείς να ελέγξεις την αναπνοή σου για να μη βαριανασαίνει ο πόθος σου και ξυπνήσουν τ' άλλα τα παιδιά που κοιμούνται το 'να δίπλα στ' άλλο στρωματσάδα, κάτω απ' τη βελανιδιά.
ΟΧΙ, παρ' όλο που 'χει κλειστά τα μάτια δεν κοιμάται! Απλώνει το χεράκι της και τα υπέροχα μακριά της δάχτυλα αγγίζουν ό,τι πιο σκληρό έχεις πάνω σου. Ούτε για ένα λεπτό δεν τ' άντεξε ο Βεζούβιος αυτό, ήταν μεγάλη η έκρηξη, καυτή η λάβα που βγήκε από μέσα του. Τότε μόνο εκείνη γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος σου, άνοιξε τα μάτια, σε κοίταξε και σου χαμογέλασε ανακουφιστικά.
ΤΡΕΙΣ μέρες μέχρι να επιστρέψει με τους γονείς της στη Θεσσαλονίκη δεν ανταλλάξατε ούτε κουβέντα. Την επόμενη χρονιά ήρθε στο χωριό αγκαζέ μ' έναν ψηλό αρραβωνιαστικό που ήταν, λέει, αξιωματικός στον στρατό. Δεν ξαπλώσανε μαζί σας στρωματσάδα, πηγαίνανε μόνοι τους κάπου παράμερα. Τους ακολούθησα, ο Βεζούβιος δεν άντεξε μ' αυτό που είδε. Εξερράγη ξανά...
ΚΑΘΕ χρόνο έρχεται στο «χωριό», και πέρσι εδώ ήτανε. Οχι με τον αξιωματικό, ο δύστυχος χάθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, μ' έναν συνταξιούχο πλοίαρχο έρχεται· ξαναπαντρεύτηκε, παιδιά δεν έκανε.
ΜΕ γλυκοκοιτάζει, είναι αλήθεια. Κι εγώ την κοιτάζω, πάντα την κοίταζα, αμήχανα έστω, ακόμη κι όταν δεν ήμουνα χήρος. Την αγαπούσα τη μακαρίτισσα, αλλά η Φούλη είναι το απωθημένο μου. Πλέον το παραδέχομαι. Μετά από εκείνη την τεράστια έκρηξη του Βεζούβιου, μόνο κάτι αμήχανες κλεφτές ματιές κι ένα «καλησπέρα» ανταλλάσσαμε. Πέρασαν τα χρόνια.
ΤΩΡΑ είμαστε και οι δυο ΚΑΠΗ. Το ΔΝΤ αναγκαστικά θα μας φέρει πολύ κοντά. Εχω στην τσέπη κάτι τελευταία ψιλά. Θα της προτείνω να πάρουμε το λεωφορείο και να πάμε για μπάνιο στη Λούτσα -αυτήνε λέγαμε «χωριό»- όπως παλιά. Να ξαπλάρουμε στρωματσάδα κάτω απ' τη γνωστή βελανιδιά. Εκεί, όταν παριστάνει πως αποκοιμήθηκε, θα ξεγλιστρήσει το χέρι μου σαν χέλι και θα αγγίξει απαλά τα βελούδινα πόδια της. Την κυτταρίτιδά της, έστω! Δεν με πειράζει. Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί. Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο. Μας γύρισαν πίσω στη δεκαετία του '60. Θα γραφτώ στη Νεολαία Λαμπράκη...
Πηγή:Ελευθεροτυπία
Τετάρτη 5 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου