Γράφει η δικηγόρος Δήμητρα Ι. Λογοθέτη
Ο κόσμος αλλάζει. Οι οικονομικές πολιτικές που υιοθετούνται από τις κυβερνήσεις όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά ολόκληρου του πλανήτη βρίσκονται σε μία φάση αναπροσαρμογής, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει με απόλυτη βεβαιότητα σε ποια μοντέλα οικονομίας θα καταλήξουν οι πολιτικές αυτές. Σε αυτό το γενικότερο ασαφές κλίμα επαναπροσδιορισμού της οικονομίας, έρχονται να προστεθούν γεωπολιτικές αστάθειες ανά την υφήλιο, οι οποίες αναπόδραστα επηρεάζουν την οικονομία, αλλά και μία υψηλή τεχνολογία, η οποία επιβάλει γρήγορες και με σύγχρονα μέσα οικονομικές συναλλαγές. Πράγματι, οι συναλλαγές γίνεται περισσότερο ανέπαφες και το χρήμα περισσότερο πλαστικό, ή ακόμα και εντελώς ψηφιακό. Χαρακτηριστική η περίπτωση του bitcoin, ενός νέου νομίσματος, το οποίο κατέφθασε και στη χώρα μας και το οποίο αποτελεί... ένα καθαρά ψηφιακό νόμισμα, χωρίς φυσική μορφή, ένα νόμισμα που δεν παράγεται από καμία χώρα, δεν βρίσκεται κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μεταφέρεται σε πορτοφόλια, αλλά κινείται με τη μορφή λογισμικού μέσω κινητών τηλεφώνων ή άλλων ηλεκτρονικών συσκευών. Μέσα σε αυτή τη νέα γεμάτη προκλήσεις οικονομική πραγματικότητα, η χώρα μας το τελευταίο έτος, ιδίως μετά την επιβολή των capital controls, ψάχνει τα πατήματά της, ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με το οικονομικό έγκλημα και την αντιμετώπισή του από τους κρατικούς φορείς.
Το οικονομικό έγκλημα αλλάζει. Ο σύγχρονος εγκληματίας είναι ως επί το πλείστον, περισσότερο οργανωμένος από το παρελθόν, κινείται μεθοδικά και πολλές φορές με εντυπωσιακή ευρηματικότητα, ενώ εμφανίζει συχνά πυκνά και μία υπερεθνική δράση, μη περιοριζόμενος εντός των εκάστοτε εθνικών συνόρων. Το βασικό χαρακτηριστικό, όμως, του σύγχρονου εγκληματία είναι ότι με την αξιόποινη πράξη του στοχεύει, κατά κύριο λόγο, στο να αποκομίσει οικονομικό όφελος, κινούμενος με μία καθαρά ωφελιμιστική προσέγγιση. Πράγματι, η οικονομική ρευστότητα, η γεωπολιτική αστάθεια σε Ευρώπη και Ανατολή και ο εκσυγχρονισμός των οικονομικών συναλλαγών έχουν αλλάξει και το μοτίβο του σύγχρονου οικονομικού εγκλήματος, του εγκλήματος δηλαδή το οποίο είτε προσβάλλει άμεσα τα αγαθά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας είτε προσβάλλει αγαθά συνδεόμενα άρρηκτα με τη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το σύγχρονο οικονομικό έγκλημα εμφανίζει στοιχεία διεθνισμού, ευρηματικότητας, είναι περισσότερο πολύπλοκο από ότι στο παρελθόν και χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία για να υπηρετήσει τους σκοπούς του. Στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις νέες μορφές οικονομικού εγκλήματος, τα σύγχρονα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, επιχειρούν να εφαρμόσουν νέες μεθόδους τόσο αντεγκληματικής πολιτικής όσο και καταστολής του οικονομικού εγκλήματος, μέσω της θεσμοθέτησης φορέων, τόσο εθνικών όσο και υπερεθνικών, που επιλαμβάνονται υποθέσεων οικονομικού εγκλήματος.
Κάποιες εκ των υπηρεσιών αυτών φαίνεται, με βάση τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα, ότι αναλαμβάνουν δράση και στην εξιχνίαση της υπόθεσης των «εγγράφων του Παναμά», μιας υπόθεσης που απασχολεί το τελευταίο διάστημα ολόκληρο τον πλανήτη, προκαλώντας παγκόσμια αναταραχή σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Η αρχή έγινε όταν 11 εκατομμύρια αρχεία διέρρευσαν από υπεράκτια νομική εταιρεία του Παναμά, η οποία φέρεται να εξειδικεύεται σε παροχή υπεράκτιων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αρχεία τα οποία και ονομάστηκαν «Panama Papers». Ακολούθησε το βράδυ της Δευτέρας 9 Μαΐου, η ανάρτηση στο διαδίκτυο, από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων χιλιάδων λογαριασμών υπεράκτιων εταιρειών, καθώς και των στοιχείων των κατόχων τους που προέρχονται από τα Panama Papers, ώστε να είναι διαθέσιμα και προσβάσιμα στον καθένα. Η έντονη δημοσιότητα της υπόθεσης προκλήθηκε και εξαιτίας του γεγονότος ότι στα έγγραφα του Παναμά κατονομάζονται ηγέτες κρατών, πολιτικές προσωπικότητες, αλλά και πρόσωπα διεθνώς γνωστά, για τα οποία δημιουργούνται υπόνοιες ότι έχουν μετάσχει σε τέλεση οικονομικών εγκλημάτων.
Το πρώτο ερώτημα το οποίο ευλόγως τίθεται είναι εάν, τα πρόσωπα τα οποία κατονομάζονται στα έγγραφα του Παναμά και αποτελούν πελάτες της συγκεκριμένης εταιρείας έχουν τελέσει οικονομικά εγκλήματα σε βάρος των εθνικών κρατών από τα οποία προέρχονται, όπως για παράδειγμα το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου απλή και αυτό διότι απλώς και μόνο η ύπαρξη υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών δεν συνιστά οικονομικό αδίκημα. Ακόμα και εάν η μεταφορά χρημάτων σε φορολογικούς παραδείσους αποτελεί στοιχείο διασάλευσης της εύρυθμης λειτουργίας της εθνικής και διεθνούς οικονομίας, η στοιχειοθέτηση οικονομικού εγκλήματος είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση. Αυτό το οποίο θα πρέπει, ανά περίπτωση, να εξεταστεί και να αποδειχθεί είναι εάν τα πρόσωπα τα οποία μνημονεύονται στα συγκεκριμένα έγγραφα επεχείρησαν και πέτυχαν να χρησιμοποιήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να πετύχουν για τον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, μέσω απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων, μη εκπλήρωσης φορολογικών υποχρεώσεων, αλλά και αποφυγής ελέγχων από αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες των εθνικών τους κρατών.
Συναρτώμενο με το πρώτο ερώτημα είναι και το εάν και κατά πόσον οι υπεράκτιες εταιρείες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε κράτη με χαμηλή φορολόγηση, όπως ο Παναμάς, και οι οποίες εξειδικεύονται σε παροχή υπεράκτιων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι νόμιμες. Και σε αυτό το ερώτημα ομοίως η απάντηση δεν είναι απλή, καθώς απλώς και μόνο η παροχή υπηρεσιών που αφορούν στη διαχείριση κεφαλαίων σε υπεράκτια εδάφη δεν αποτελεί οικονομικό έγκλημα. Άλλωστε, σύμφωνα με την παγκόσμια οικονομική εποπτική αρχή Financial Action Task Force, η οικονομική διαχείριση επενδύσεων σε παράκτια κράτη μπορεί να αποτελέσει νόμιμο αντικείμενο δραστηριότητας μίας εταιρείας, ωστόσο, όπως λογικώς συνάγεται, ζήτημα ανακύπτει όταν οι υπεράκτιες εταιρείες παραποιούν οικονομικά στοιχεία των πελατών τους προς διευκόλυνση τελέσεως οικονομικών αδικημάτων, όπως φοροδιαφυγή σε βάρος εθνικών οικονομιών, ή όταν προστατεύουν ύποπτες οικονομικές συναλλαγές των πελατών τους ή όταν εν γνώσει τους διαχειρίζονται χρηματικά ποσά προερχόμενα από τρομοκρατικές ή εγκληματικές πράξεις.
Ανεξαρτήτως των απαντήσεων που θα δοθούν στα ερωτήματα αυτά στην περίπτωση των «Panama Papers», η αντίδραση των εθνικών κρατών μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων ήταν άμεση. Τα γρήγορα αντανακλαστικά που φαίνονται να δείχνουν στο θέμα οι οικονομικές υπηρεσίες διεθνώς οφείλεται όχι μόνο στην ύπαρξη γνωστών ονομάτων στις λίστες, αλλά και στο γεγονός ότι, εάν έχουν πράγματι τελεστεί οικονομικά εγκλήματα μέσω της τοποθέτησης κεφαλαίων σε παράκτιο κράτος, τότε οι διαδρομές του μαύρου χρήματος μέσω του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και της παράκτιας εταιρείας αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του οικονομικού εγκληματία, του οποίου και η δράση θα αποκαλυφθεί ευχερέστερα.
Πράγματι, μετά την πρωτοφανή για τα παγκόσμια δεδομένα διαρροή, οι ελεγκτικές αρχές σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη προσπαθούν να ακολουθήσουν τα μονοπάτια στα οποία κινήθηκαν τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται στα «Panama Papers» και να διαπιστώσουν εάν και σε ποιες περιπτώσεις μιλάμε πράγματι για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές γνωρίζουν, άλλωστε, πολύ καλά ότι η δική τους έρευνα και τα αποτελέσματά της θα αποδείξουν εάν οι οικονομικές συναλλαγές που σχετίζονται με τα «Panama Papers» συνδέονται, πράγματι, με φοροδιαφυγή και παράνομη οικονομική δραστηριότητα χιλιάδων πολιτών διεθνώς, μεταξύ των οποίων και διάσημων προσωπικοτήτων και εάν η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί το λεγόμενο και οικονομικό σκάνδαλο του αιώνα.
Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκεται και η Ελλάδα, όπου, όπως προκύπτει, με βάση τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα, οι Οικονομικοί Εισαγγελείς έχουν επιληφθεί της υπόθεσης με πρώτο βήμα την αποστολή αιτήματος δικαστικής συνδρομής στον Παναμά και σε άλλα κράτη, ώστε να έρθουν στην επιφάνεια τα πλήρη στοιχεία των νόμιμων εκπροσώπων και διαχειριστών των εταιρειών που αναφέρονται στα «Panama Papers» και στη συνέχεια να διακριβωθεί εάν τα πρόσωπα τα οποία θα προκύψουν από την έρευνα, αλλά και τα ήδη μνημονευόμενα στα έγγραφα πρόσωπα έχουν τελέσει οικονομικά εγκλήματα σε βάρος της Ελλάδας, με κυριότερο ενδιαφέρον στο εάν έχει τελεστεί το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Όπως, μάλιστα, αναφέρεται σε μερίδα του Τύπου, η ύπαρξη «ελληνικού ενδιαφέροντος» στοιχείων στα «Panama Papers» οδηγεί τις ελληνικές ελεγκτικές οικονομικές αρχές στην απόφαση να προβούν σε αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε οικίες ή επαγγελματικές έδρες προσώπων τα οποία φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση. Η κίνηση αυτή των αιφνιδιαστικών ελέγχων σε σπίτια και επιχειρήσεις πολιτών, οι οποίοι ενδεχομένως να μην έχουν τελέσει οικονομικό αδίκημα, αλλά απλώς να έχουν προβεί σε μία νόμιμη υπεράκτια χρηματιστηριακή συναλλαγή, μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογηθεί από την υπέρτερη ανάγκη προάσπισης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση, δηλαδή αυτή, οι οικονομικές υπηρεσίες δρουν άμεσα, ώστε εάν πράγματι, έχουν τελεστεί οικονομικά αδικήματα σε βάρος της Ελλάδας, να βρεθούν, πριν ενδεχομένως καταστραφούν, τα κρίσιμα στοιχεία που θα αποδείξουν αν πράγματι τα συγκεκριμένα πρόσωπα επεχείρησαν και πέτυχαν να χρησιμοποιήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της χώρας, τελώντας αδικήματα τα οποία προβλέπονται στη φορολογική νομοθεσία και στους ειδικούς ποινικούς νόμους.
Το ερώτημα που σε αυτή την υπόθεση γεννάται είναι εάν και σε ποιο βαθμό οι ατομικές ελευθερίες προσώπων που φέρονται εμπλεκόμενα σε οικονομικά εγκλήματα με βάση διεθνή έγγραφα μπορούν να καμφθούν, ώστε να προασπισθεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και κατά πόσον μια γενικευμένη εφαρμογή τέτοιων μέτρων μπορεί να ανοίξει κερκόπορτες ανασφάλειας δικαίου και μελλοντικών αυθαιρεσιών.
Ο κόσμος αλλάζει. Οι οικονομικές πολιτικές που υιοθετούνται από τις κυβερνήσεις όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά ολόκληρου του πλανήτη βρίσκονται σε μία φάση αναπροσαρμογής, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει με απόλυτη βεβαιότητα σε ποια μοντέλα οικονομίας θα καταλήξουν οι πολιτικές αυτές. Σε αυτό το γενικότερο ασαφές κλίμα επαναπροσδιορισμού της οικονομίας, έρχονται να προστεθούν γεωπολιτικές αστάθειες ανά την υφήλιο, οι οποίες αναπόδραστα επηρεάζουν την οικονομία, αλλά και μία υψηλή τεχνολογία, η οποία επιβάλει γρήγορες και με σύγχρονα μέσα οικονομικές συναλλαγές. Πράγματι, οι συναλλαγές γίνεται περισσότερο ανέπαφες και το χρήμα περισσότερο πλαστικό, ή ακόμα και εντελώς ψηφιακό. Χαρακτηριστική η περίπτωση του bitcoin, ενός νέου νομίσματος, το οποίο κατέφθασε και στη χώρα μας και το οποίο αποτελεί... ένα καθαρά ψηφιακό νόμισμα, χωρίς φυσική μορφή, ένα νόμισμα που δεν παράγεται από καμία χώρα, δεν βρίσκεται κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μεταφέρεται σε πορτοφόλια, αλλά κινείται με τη μορφή λογισμικού μέσω κινητών τηλεφώνων ή άλλων ηλεκτρονικών συσκευών. Μέσα σε αυτή τη νέα γεμάτη προκλήσεις οικονομική πραγματικότητα, η χώρα μας το τελευταίο έτος, ιδίως μετά την επιβολή των capital controls, ψάχνει τα πατήματά της, ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με το οικονομικό έγκλημα και την αντιμετώπισή του από τους κρατικούς φορείς.
Το οικονομικό έγκλημα αλλάζει. Ο σύγχρονος εγκληματίας είναι ως επί το πλείστον, περισσότερο οργανωμένος από το παρελθόν, κινείται μεθοδικά και πολλές φορές με εντυπωσιακή ευρηματικότητα, ενώ εμφανίζει συχνά πυκνά και μία υπερεθνική δράση, μη περιοριζόμενος εντός των εκάστοτε εθνικών συνόρων. Το βασικό χαρακτηριστικό, όμως, του σύγχρονου εγκληματία είναι ότι με την αξιόποινη πράξη του στοχεύει, κατά κύριο λόγο, στο να αποκομίσει οικονομικό όφελος, κινούμενος με μία καθαρά ωφελιμιστική προσέγγιση. Πράγματι, η οικονομική ρευστότητα, η γεωπολιτική αστάθεια σε Ευρώπη και Ανατολή και ο εκσυγχρονισμός των οικονομικών συναλλαγών έχουν αλλάξει και το μοτίβο του σύγχρονου οικονομικού εγκλήματος, του εγκλήματος δηλαδή το οποίο είτε προσβάλλει άμεσα τα αγαθά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας είτε προσβάλλει αγαθά συνδεόμενα άρρηκτα με τη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το σύγχρονο οικονομικό έγκλημα εμφανίζει στοιχεία διεθνισμού, ευρηματικότητας, είναι περισσότερο πολύπλοκο από ότι στο παρελθόν και χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία για να υπηρετήσει τους σκοπούς του. Στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις νέες μορφές οικονομικού εγκλήματος, τα σύγχρονα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, επιχειρούν να εφαρμόσουν νέες μεθόδους τόσο αντεγκληματικής πολιτικής όσο και καταστολής του οικονομικού εγκλήματος, μέσω της θεσμοθέτησης φορέων, τόσο εθνικών όσο και υπερεθνικών, που επιλαμβάνονται υποθέσεων οικονομικού εγκλήματος.
Κάποιες εκ των υπηρεσιών αυτών φαίνεται, με βάση τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα, ότι αναλαμβάνουν δράση και στην εξιχνίαση της υπόθεσης των «εγγράφων του Παναμά», μιας υπόθεσης που απασχολεί το τελευταίο διάστημα ολόκληρο τον πλανήτη, προκαλώντας παγκόσμια αναταραχή σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Η αρχή έγινε όταν 11 εκατομμύρια αρχεία διέρρευσαν από υπεράκτια νομική εταιρεία του Παναμά, η οποία φέρεται να εξειδικεύεται σε παροχή υπεράκτιων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αρχεία τα οποία και ονομάστηκαν «Panama Papers». Ακολούθησε το βράδυ της Δευτέρας 9 Μαΐου, η ανάρτηση στο διαδίκτυο, από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων χιλιάδων λογαριασμών υπεράκτιων εταιρειών, καθώς και των στοιχείων των κατόχων τους που προέρχονται από τα Panama Papers, ώστε να είναι διαθέσιμα και προσβάσιμα στον καθένα. Η έντονη δημοσιότητα της υπόθεσης προκλήθηκε και εξαιτίας του γεγονότος ότι στα έγγραφα του Παναμά κατονομάζονται ηγέτες κρατών, πολιτικές προσωπικότητες, αλλά και πρόσωπα διεθνώς γνωστά, για τα οποία δημιουργούνται υπόνοιες ότι έχουν μετάσχει σε τέλεση οικονομικών εγκλημάτων.
Το πρώτο ερώτημα το οποίο ευλόγως τίθεται είναι εάν, τα πρόσωπα τα οποία κατονομάζονται στα έγγραφα του Παναμά και αποτελούν πελάτες της συγκεκριμένης εταιρείας έχουν τελέσει οικονομικά εγκλήματα σε βάρος των εθνικών κρατών από τα οποία προέρχονται, όπως για παράδειγμα το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου απλή και αυτό διότι απλώς και μόνο η ύπαρξη υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών δεν συνιστά οικονομικό αδίκημα. Ακόμα και εάν η μεταφορά χρημάτων σε φορολογικούς παραδείσους αποτελεί στοιχείο διασάλευσης της εύρυθμης λειτουργίας της εθνικής και διεθνούς οικονομίας, η στοιχειοθέτηση οικονομικού εγκλήματος είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση. Αυτό το οποίο θα πρέπει, ανά περίπτωση, να εξεταστεί και να αποδειχθεί είναι εάν τα πρόσωπα τα οποία μνημονεύονται στα συγκεκριμένα έγγραφα επεχείρησαν και πέτυχαν να χρησιμοποιήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να πετύχουν για τον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, μέσω απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων, μη εκπλήρωσης φορολογικών υποχρεώσεων, αλλά και αποφυγής ελέγχων από αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες των εθνικών τους κρατών.
Συναρτώμενο με το πρώτο ερώτημα είναι και το εάν και κατά πόσον οι υπεράκτιες εταιρείες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε κράτη με χαμηλή φορολόγηση, όπως ο Παναμάς, και οι οποίες εξειδικεύονται σε παροχή υπεράκτιων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι νόμιμες. Και σε αυτό το ερώτημα ομοίως η απάντηση δεν είναι απλή, καθώς απλώς και μόνο η παροχή υπηρεσιών που αφορούν στη διαχείριση κεφαλαίων σε υπεράκτια εδάφη δεν αποτελεί οικονομικό έγκλημα. Άλλωστε, σύμφωνα με την παγκόσμια οικονομική εποπτική αρχή Financial Action Task Force, η οικονομική διαχείριση επενδύσεων σε παράκτια κράτη μπορεί να αποτελέσει νόμιμο αντικείμενο δραστηριότητας μίας εταιρείας, ωστόσο, όπως λογικώς συνάγεται, ζήτημα ανακύπτει όταν οι υπεράκτιες εταιρείες παραποιούν οικονομικά στοιχεία των πελατών τους προς διευκόλυνση τελέσεως οικονομικών αδικημάτων, όπως φοροδιαφυγή σε βάρος εθνικών οικονομιών, ή όταν προστατεύουν ύποπτες οικονομικές συναλλαγές των πελατών τους ή όταν εν γνώσει τους διαχειρίζονται χρηματικά ποσά προερχόμενα από τρομοκρατικές ή εγκληματικές πράξεις.
Ανεξαρτήτως των απαντήσεων που θα δοθούν στα ερωτήματα αυτά στην περίπτωση των «Panama Papers», η αντίδραση των εθνικών κρατών μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων ήταν άμεση. Τα γρήγορα αντανακλαστικά που φαίνονται να δείχνουν στο θέμα οι οικονομικές υπηρεσίες διεθνώς οφείλεται όχι μόνο στην ύπαρξη γνωστών ονομάτων στις λίστες, αλλά και στο γεγονός ότι, εάν έχουν πράγματι τελεστεί οικονομικά εγκλήματα μέσω της τοποθέτησης κεφαλαίων σε παράκτιο κράτος, τότε οι διαδρομές του μαύρου χρήματος μέσω του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και της παράκτιας εταιρείας αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του οικονομικού εγκληματία, του οποίου και η δράση θα αποκαλυφθεί ευχερέστερα.
Πράγματι, μετά την πρωτοφανή για τα παγκόσμια δεδομένα διαρροή, οι ελεγκτικές αρχές σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη προσπαθούν να ακολουθήσουν τα μονοπάτια στα οποία κινήθηκαν τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται στα «Panama Papers» και να διαπιστώσουν εάν και σε ποιες περιπτώσεις μιλάμε πράγματι για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές γνωρίζουν, άλλωστε, πολύ καλά ότι η δική τους έρευνα και τα αποτελέσματά της θα αποδείξουν εάν οι οικονομικές συναλλαγές που σχετίζονται με τα «Panama Papers» συνδέονται, πράγματι, με φοροδιαφυγή και παράνομη οικονομική δραστηριότητα χιλιάδων πολιτών διεθνώς, μεταξύ των οποίων και διάσημων προσωπικοτήτων και εάν η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί το λεγόμενο και οικονομικό σκάνδαλο του αιώνα.
Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκεται και η Ελλάδα, όπου, όπως προκύπτει, με βάση τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα, οι Οικονομικοί Εισαγγελείς έχουν επιληφθεί της υπόθεσης με πρώτο βήμα την αποστολή αιτήματος δικαστικής συνδρομής στον Παναμά και σε άλλα κράτη, ώστε να έρθουν στην επιφάνεια τα πλήρη στοιχεία των νόμιμων εκπροσώπων και διαχειριστών των εταιρειών που αναφέρονται στα «Panama Papers» και στη συνέχεια να διακριβωθεί εάν τα πρόσωπα τα οποία θα προκύψουν από την έρευνα, αλλά και τα ήδη μνημονευόμενα στα έγγραφα πρόσωπα έχουν τελέσει οικονομικά εγκλήματα σε βάρος της Ελλάδας, με κυριότερο ενδιαφέρον στο εάν έχει τελεστεί το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Όπως, μάλιστα, αναφέρεται σε μερίδα του Τύπου, η ύπαρξη «ελληνικού ενδιαφέροντος» στοιχείων στα «Panama Papers» οδηγεί τις ελληνικές ελεγκτικές οικονομικές αρχές στην απόφαση να προβούν σε αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε οικίες ή επαγγελματικές έδρες προσώπων τα οποία φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση. Η κίνηση αυτή των αιφνιδιαστικών ελέγχων σε σπίτια και επιχειρήσεις πολιτών, οι οποίοι ενδεχομένως να μην έχουν τελέσει οικονομικό αδίκημα, αλλά απλώς να έχουν προβεί σε μία νόμιμη υπεράκτια χρηματιστηριακή συναλλαγή, μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογηθεί από την υπέρτερη ανάγκη προάσπισης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση, δηλαδή αυτή, οι οικονομικές υπηρεσίες δρουν άμεσα, ώστε εάν πράγματι, έχουν τελεστεί οικονομικά αδικήματα σε βάρος της Ελλάδας, να βρεθούν, πριν ενδεχομένως καταστραφούν, τα κρίσιμα στοιχεία που θα αποδείξουν αν πράγματι τα συγκεκριμένα πρόσωπα επεχείρησαν και πέτυχαν να χρησιμοποιήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της χώρας, τελώντας αδικήματα τα οποία προβλέπονται στη φορολογική νομοθεσία και στους ειδικούς ποινικούς νόμους.
Το ερώτημα που σε αυτή την υπόθεση γεννάται είναι εάν και σε ποιο βαθμό οι ατομικές ελευθερίες προσώπων που φέρονται εμπλεκόμενα σε οικονομικά εγκλήματα με βάση διεθνή έγγραφα μπορούν να καμφθούν, ώστε να προασπισθεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και κατά πόσον μια γενικευμένη εφαρμογή τέτοιων μέτρων μπορεί να ανοίξει κερκόπορτες ανασφάλειας δικαίου και μελλοντικών αυθαιρεσιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου